-
1 κατ-αιθαλόω
κατ-αιθαλόω, ganz zu Ruß, zu Asche brennen; δόμους Aesch. frg. 148; Ar. Av. 1242. 1248; übertr., entflammen, 1261; ὃν Ζεὺς κεραυνῷ πυρπόλῳ καταιϑαλοῖ Eur. Suppl. 640; Ion 215; πόλεως πυρὶ κατῃϑαλωμένης Troad. 60; γαῖαν Lycophr. 1376; in Prosa, Luc. D. D. 5, 4 ὑπὸ τῆς ἀσβόλου κατῃϑαλωμένος, mit Ruß geschwärzt; Artemid. 2, 10.
-
2 καταιθαλόω
A burn to ashes,δόμους.. καταιθαλώσω A.Fr. 160
; ;Μίμαντα πυρί Id. Ion 215
(lyr.); σῶμα καὶ δόμων περιπτυχὰς κ. Ar.Av. 1242, cf. 1248;γαῖαν Lyc.1376
: metaph., of love,καταιθαλώσεις τῶν νεωτέρων τινά Ar. Av. 1261
:—[voice] Pass., [ Τροίας]πυρὶ κατῃθαλωμένης E.Tr.60
; ὑπ' ἀσβόλου κατῃθαλωμένος all burnt and sooty, Luc.DDeor.5.4, cf. Artem.2.10;ἱερῶν-ουμένων Hp.Ep.27
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καταιθαλόω
См. также в других словарях:
πυρπόλος — και πυρίπολος, ον, Α 1. αυτός που καταστρέφει, που αφανίζει κάτι με τη φωτιά («ὅν Ζεὺς κεραυνῷ πυρπόλῳ καταιθαλοῑ», Ευρ.) 2. (με παθ. σημ.) ο ερημωμένος από τη φωτιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < πῦρ + πόλος (< πέλομαι), βλ. λ. πυρπολώ] … Dictionary of Greek